-
1 διαληψις
- εως ἥ1) разветвление(διαλήψεις φλεβικαί Arst.)
2) отверстие(διὰ τὰς διαλήψεις Arst.)
3) различие4) объем, размеры(μέγεθος καὴ δ. τῆς χώρας Diod.)
5) размахοὐκ ἐκ καταφορᾶς, ἀλλ΄ ἐκ διαλήψεως ταῖς μαχαίραις χρῆσθαι Polyb. — не рубить, а колоть мечами
6) суждение, мнение, решение(διάληψιν ποιεῖσθαι περί τινος Polyb.)